- θαμνώδης, -ης, -ες
- γεν. -ους, αιτ. -η, πληθ. ουδ. -η, που είναι γεμάτος θάμνους: Θαμνώδης περιοχή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θαμνώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) θαμνώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) θαμνώδης masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμνώδης — ες (AM θαμνώδης, ώδες) [θάμνος] ο θαμνοειδής, αυτός που μοιάζει με θάμνο («θαμνώδη φυτά») νεοελλ. 1. ο καλυμμένος από θάμνους, ο θαμνόφυτος 2. φρ. «θαμνώδης διάπλαση» τύπος βλάστησης στην οποία κυριαρχούν οι θάμνοι … Dictionary of Greek
θαμνωδέστερον — θαμνώδης adverbial comp θαμνώδης masc acc comp sg θαμνώδης neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμνώδει — θαμνώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) θαμνώδης masc/fem/neut dat sg θαμνώδεϊ , θαμνώδης dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμνώδη — θαμνώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θαμνώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θαμνώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμνῶδες — θαμνώδης masc/fem voc sg θαμνώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμνώδεις — θαμνώδης masc/fem acc pl θαμνώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμνωδέστεραι — θαμνώδης fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμνωδέστερος — θαμνώδης masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμνωδῶν — θαμνώδης masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)